κονδύλωμα

κονδύλωμα
τό
1) нарост; шишка; 2) мозоль; 3) мед. кондилома; 4) бот. узел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κονδύλωμα" в других словарях:

  • κονδύλωμα — knob neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωμα — το, ατος 1. σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, πρήξιμο. 2. στα φυτά, ρόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδυλωμάτων — κονδύλωμα knob neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασι — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασιν — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματα — κονδύλωμα knob neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματι — κονδύλωμα knob neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματος — κονδύλωμα knob neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωσις — κονδύλωσις, ἡ (Α) [κόνδυλος] κονδύλωμα, εξόγκωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»